παραβλητέον

παραβλητέον
παραβλητέος
to be compared
masc acc sg
παραβλητέος
to be compared
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραβλητέος — α, ον, Α 1. αυτός που πρέπει να παραβληθεί, να συγκριθεί με άλλον 2. (το ουδ.) παραβλητέον α) πρέπει κανείς να παραβάλει, να συγκρίνει β) πρέπει κανείς να βάλει μπροστά σε κάποιον, πρέπει να δώσει («παραβλητέον βοϊ τροφήν», Γεωπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”